μισογύνης

μισογύνης
ο
αυτός που μισεί τις γυναίκες και αποφεύγει να έχει μαζί τους σχέσεις: Είναι μισογύνης, γι’ αυτό δεν έχει ερωτευτεί ποτέ του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μισογύνης — ο (Α μισογύνης) αυτός που μισεί τις γυναίκες νεοελλ. αυτός που απεχθάνεται τη σαρκική μίξη με τις γυναίκες αρχ. 1. προσωνυμία τού Ευριπίδου 2. προσωνυμία τού Ηρακλέους στους Φωκείς 3. ως κύριο όν. Μισογύνης τίτλος έργου τού Μενάνδρου. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • μισογύνης — μῑσογύνης , μισογύνης woman hater masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Misogyny — Part of a series on Discrimination General forms …   Wikipedia

  • мизогин — ненавистник женщин Ср. Трудно было и самому мизогину не полюбить этого невинно милого существа. Марлинский. Испытание. 5. Ср. Μισογύνεια, ненависть к женщинам. Cicer. Tuscul. 4, 11, 25. Ср. Μισογύνης (μισέω, ненавижу γυνή, женщина). См.… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Мизогин — Мизогинъ ненавистникъ женщинъ. Ср. Трудно было и самому мизогину не полюбить этого невинно милаго существа. Марлинскій. Испытаніе. 5. Ср. Μισογύνεια, ненависть къ женщинамъ. Cicer. Tuscul. 4, 11, 25. Ср. Μισογύνης (μισέω, ненавижу γυνή, женщина) …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Christos Tsaganeas — Hristos Tsaganeas Χρήστος Τσαγανέας Born July 2, 1906 Brăila …   Wikipedia

  • EURIPIDES — I. EURIPIDES insignis Poeta Tragicus, natus Salamine eo die, quo numerosus ille Xerxis exercitus ab Atheniensibus fusus est. Alii Phlyâ, Atticae vico, oriundum, dicunt. Floruit tempore Archelai Macedonum Regis, a quo etiam summo in honore est… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… …   Dictionary of Greek

  • μισογύναιος — μισογύναιος, ον (Α) [μισόγυνος] 1. μισογύνης 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μισογύναιον το μίσος κατά τών γυναικών …   Dictionary of Greek

  • μισόγυνος — μισόγυνος, ον (ΑΜ) μισογύνης (το αρσ. ως κύριο όν.) Μισόγυνος τίτλος θεατρικού έργου τού Ρωμαίου Ατιλίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + γυνος (< γυνή), πρβλ. φιλό γυνος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”